ματαρχινώ

ματαρχινώ
και ματαρχινάω
αρχίζω κάτι από την αρχή, ξαναρχίζω («γκλαν, γκλαν παράδερνε με τα γλωσσίδια κι εματαρχίναε κι έλεε τα ίδια», Σολωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ματα-* + αρχινώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ματα- — α συνθετικό ρημάτων που ανάγεται στην αρχ. πρόθεση μετά, με προληπτική αφομοίωση τού ε σε α και σημαίνει «ξανά», ότι δηλαδή αυτό που δηλώνει το β συνθετικό επαναλαμβάνεται (πρβλ. ματαλέω, ματαρχινώ, ματαπιάνω) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”